- φαυλουργος
- φαυλουργόςφαυλ-ουργόςὅ бракодел Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαυλουργός — όν, ΜΑ μσν. αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις αρχ. κακός τεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ἱερ ουργός] … Dictionary of Greek
φαυλουργόν — φαυλουργός working ill masc/fem acc sg φαυλουργός working ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλουργοῖς — φαυλουργός working ill masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλουργούς — φαυλουργός working ill masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
φαυλουργία — ἡ, Μ [φαυλουργός] αισχρό, ανήθικο έργο («ἀδικίας ἔγκλημα καὶ φαυλουργίας», Εφραίμ.) … Dictionary of Greek
φαυλουργώ — έω, Μ [φαυλουργός] ενεργώ με φαύλο τρόπο … Dictionary of Greek